περιπλοκάδα

περιπλοκάδα
η
βλ. περικοκλάδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιπλοκάδα — Αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των Ασκληπιαδιδών, γνωστό και ως περικοκλάδα. Έχει φύλλα αντίθετα και άνθη που εμφανίζονται κατά κύματα. Ο καρπός του είναι λοβός με πολυάριθμα, συνήθως, τριχωτά σπέρματα. Το φυτό αυτό χρησιμοποιείται κυρίως ως… …   Dictionary of Greek

  • περικοκλάδα — η, και περικοκλάδι, το βλ. περιπλοκάδα …   Dictionary of Greek

  • περιπλοκάδι — το, Ν βλ. περιπλοκάδα …   Dictionary of Greek

  • περιπλοκάς — η, ΜΑ βλ. περιπλοκάδα …   Dictionary of Greek

  • σκαμ(μ)ωνία — η, ΝΑ ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την… …   Dictionary of Greek

  • περικοκλάδα — η κακή απόδοση της λ. περιπλοκάδα, φυτό αναρριχητικό, που περιτυλίγεται σε δέντρα, σκεπάζει τοίχους, φράχτες κτλ.: Και η στερνή περικοκλάδα της μαράθηκε, γιατί δε βρήκε κάποιον τοίχο να σκαλώσει (λαϊκό τραγούδι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”